πεκάν

πεκάν
φρ. «κάρυο πεκάν»
βοτ. ο καρπός τού δέντρου Caryocar nuciferum, ο πυρήνας τού οποίου τρώγεται ωμός ή συνθλίβεται για να εξαχθεί στερεά λιπαρή ουσία, που ονομάζεται βούτυρο σουαρί, αλλ. πεκέα ή πεκί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”